- μπόγιας
- ο(λ. ιταλ.)1. ο δήμιος.2. υπάλληλος που πιάνει τα αδέσποτα σκυλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπόγιας — ο (Μ μπόγιας) 1. δήμιος 2. υβριστ. υπάλληλος σκληρόκαρδος που καταδιώκει συστηματικά τους κατωτέρους του και κάνει κακό στους συνανθρώπους του νεοελλ. αστυνομικός ή δημοτικός υπάλληλος που περισυλλέγει από τους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τζελάτης — ο, Ν (παλ. τ.) δήμιος, μπόγιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cellāt] … Dictionary of Greek
φούμος — ο, και φούμο, το, Ν 1. καπνιά 2. είδος μαύρης μπογιάς 3. φρ. «τού ριξα φούμο» μτφ. τόν καταψήφισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumus «καπνός»]. τὸ, Μ καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φούμη / φήμη κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
φούμος — φούμος, ο και φούμο, το (λ. λατ.) 1. καπνιά, μουντζούρα. 2. είδος μελάνης από καπνιά, είδος μαύρης μπογιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)